συμπαθείας

συμπαθείας
συμπαθείᾱς , συμπάθεια
fellow-feeling
fem acc pl
συμπαθείᾱς , συμπάθεια
fellow-feeling
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμπαθής — ές, ΝΑ αυτός που διεγείρει αίσθημα συμπάθειας, συμπαθητικός, αξιαγάπητος αρχ. 1. αυτός που συμπάσχει 2. αυτός που αισθάνεται στοργή ή τρυφερότητα για κάποιον άλλο 3. αυτός που ασκεί αμοιβαία επίδραση («νεῡρα ἀλλήλοις συμπαθῆ», Ανθ. Παλ.) 4. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • непользьныи — (49) пр. Бесполезный, напрасный: храни ср҃дце своѥ не приимати злыхъ мыслии си сѹѥтныхъ. и неполезныхъ. (ἀνωφελεῖς) ПНЧ 1296, 112; да избавить ны прекословь˫а. непользнаго. х(с)ъ б҃ъ нашь. ПрЛ XIII, 116б; и въвыкнѹть словесы неполезьными и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • пожалениѥ — ПОЖАЛЕНИ|Ѥ (10), ˫А с. Сострадание, милосердие: что ѥсть пожалениѥ и како приходить къ чл҃вкѹ. ѿвѣтъ. Пожалениѥ ѥсть ѥже ѹщедрити въ бѣдѣ сѹща по истинѣ. (συμποϑεια) ПНЧ 1296, 89; б҃ъ ѥстьствомь сы бл҃гъ всѣхь ѹбо равьно любить… злаго же ѥстьства …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί …   Dictionary of Greek

  • κακομοίρης — α, ικο (Μ κακομοίρης, α) 1. αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, κακότυχος 2. ως ουσ. ο κακομοίρης, η κακομοίρα, το κακόμοιρο άξιος οίκτου και συμπάθειας, καημένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει έλλειψη φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, άχαρος,… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

  • κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι …   Dictionary of Greek

  • πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”